ροσιλαρεύομαι

ροσιλαρεύομαι
Α
1. φέρομαι με πραότητα, με προσήνεια
2. καλωσορίζω, υποδέχομαι ευχάριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἱλαρεύομαι «γίνομαι φαιδρός, ιλαρός, χαίρομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”